Η μετάβαση του παιδιού από την προ-δημοτική στη δημοτική εκπαίδευση αποτελεί μια πολύπλοκη διαδικασία, κατά την οποία το παιδί μεταβαίνει από ένα οικείο σε ένα καινούριο περιβάλλον. Το παιδί καλείται να προσαρμοστεί τόσο στους λειτουργικούς κανόνες του δημοτικού σχολείου, όσο και στο ανεπτυγμένο μαθησιακό επίπεδο. Ο βαθμός στον οποίο το παιδί θα ανταποκριθεί θετικά στη μετάβαση αυτή και θα αντεπεξέλθει στα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα εξαρτάται από τη συνολική «ετοιμότητα» του παιδιού να βιώσει αυτές τις αλλαγές.
Αρκετοί γονείς αναγνωρίζουν ως μοναδικό κριτήριο για την εισαγωγή του παιδιού τους στο δημοτικό σχολείο τη χρονολογική ηλικία του παιδιού. Η χρονολογική ηλικία όμως, δεν αντικατοπτρίζει την ωριμότητα του παιδιού, εφόσον δεν μεγαλώνουν όλα τα παιδιά με τον ίδιο ρυθμό ανάπτυξης και δε δέχονται όλα τα παιδιά τα ίδια ερεθίσματα από το περιβάλλον τους. Επομένως, η χρονολογική ηλικία δεν αποτελεί ένα αντικειμενικό παράγοντα μετάβασης του παιδιού στο δημοτικό που να αποτρέπει τη σχολική αποτυχία και τη συναισθηματική ματαίωση.
Προκειμένου λοιπόν, να διασφαλίσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό ότι ένα παιδί θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στα μαθησιακά αποτελέσματα και στους λειτουργικούς κανόνες του δημοτικού σχολείου, αναφερόμαστε πλέον στο βαθμό «Σχολικής Ετοιμότητας» του παιδιού. Ο όρος Ετοιμότητα (Readiness) εμπερικλείει όλες τις φάσεις ανάπτυξης του παιδιού, τη συναισθηματική, την κοινωνική, την κινητική, τη σωματική και τη διανοητική – μαθησιακή (Δροσίνου κ.α., 2009). Η περίοδος σχολικής ετοιμότητας αναφέρεται στην προετοιμασία του νηπίου, κατά την οποία υποβοηθάτε να αναπτύξει τις απαραίτητες δεξιότητες και γνώσεις που θα το βοηθήσουν να προσαρμοστεί άκοπα στο νέο σχολείο ώστε να αντεπεξέλθει με επιτυχία στο σχολικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με το βαθμό σχολικής ετοιμότητας που έχει αναπτύξει κάθε παιδί, κρίνεται αν είναι έτοιμο να μεταβεί στη δημοτική εκπαίδευση, καθώς επίσης και τι δυσκολίες αναμένεται να παρουσιάσει. Έτσι ο όρος «Σχολική Ετοιμότητα» αναφέρεται στις δεξιότητες που αναμένεται να έχει αναπτύξει το παιδί πριν από τη φοίτηση του στο δημοτικό σχολείο.
Προτού φοιτήσει λοιπόν το παιδί στο δημοτικό σχολείο αναμένεται να:
Όταν ένα παιδί είναι «έτοιμο» μαθαίνει γρήγορα, εύκολα και αβίαστα. Σε αντίθετες περιπτώσεις, όταν το παιδί εισέρχεται στη διαδικασία μάθησης πρόωρα, ενδέχεται να δημιουργηθούν εντάσεις, παλινδρομήσεις και στις πλείστες περιπτώσεις αναπτύσσονται στο παιδί αισθήματα αποτυχίας, ματαίωσης και χάνεται το ενδιαφέρον του παιδιού για τη μάθηση. Η σχολική ετοιμότητα του παιδιού είναι πολύ σημαντικός και καθοριστικός παράγοντας για τη μετέπειτα μαθησιακή του πορεία.
Καταληκτικά, κρίνεται υψίστης σημασίας να ενημερωθούν οι γονείς για την ποιοτική αξία της σχολικής ετοιμότητας και να αντιληφθούν πως η χρονολογική ηλικία των παιδιών δε διασφαλίζει σε καμία περίπτωση ότι το παιδί είναι έτοιμο γνωστικά, γλωσσικά, κινητικά και συναισθηματικά να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στη φοίτηση του στο δημοτικό σχολείο. Υπάρχουν κατάλληλα καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής (εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, ειδικοί παιδαγωγοί, σχολικοί ψυχολόγοι) όπου αξιολογούν τη σχολική ετοιμότητα των παιδιών και δομούν εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να ενισχύσουν και να αναπτύξουν τη σχολική ετοιμότητα. Κάθε παιδί είναι μοναδικό και έτσι οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε, δίνοντας του τις βάσεις και ενισχύοντας του τις αδυναμίες ώστε να αναδείξει τις δυνατότητες του.
Έλενα Ανδρέου
Ειδική Παιδαγωγός
ΒSc Δημοτική Εκπαίδευση
MA Διδαχτική του Γλωσσικού Μαθήματος
M.Ed. Ειδική Εκπαίδευση